- θελκτήριον
- θελκτήριονcharmneut nom/voc/acc sgθελκτήριοςenchantingmasc acc sgθελκτήριοςenchantingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θελκτηρίοις — θελκτήριον charm neut dat pl θελκτήριος enchanting masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελκτηρίων — θελκτήριον charm neut gen pl θελκτήριος enchanting fem gen pl θελκτήριος enchanting masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελκτηρίῳ — θελκτήριον charm neut dat sg θελκτήριος enchanting masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελκτήρια — θελκτήριον charm neut nom/voc/acc pl θελκτήριος enchanting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελκτήριος — θελκτήριος, ον (Α) [θελκτήρ] 1. αυτός που θέλγει, αυτός που καταπραΰνει 2. ελκυστικός, μαγευτικός, απατηλός («ὄμματος θελκτήριον τόξευμα» το μαγικό βέλος τού οφθαλμού, Αισχύλ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τo θελκτήριον α) (για τη ζώνη τής Αφροδίτης)… … Dictionary of Greek
θέλκτρον — θέλκτρον, το (Α) [θέλγω] θελκτήριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ ω + κατάλ. τρον, πρβλ. μάκ τρον, πλήκ τρον. (Βλ. και λ. θέλγητρο)] … Dictionary of Greek
τόξευμα — το, ΝΜΑ, και τόξεμα Ν [τοξεύω] αυτό που εξακοντίζεται με το τόξο, το βέλος, η σαΐτα («ἵππος βάλλεται τοξεύματι τὰ πλευρά», Ηρόδ.) νεοελλ. η ενέργεια τού τοξεύω, η βολή με τόξο, τόξευση αρχ. 1. το βεληνεκές τού τόξου («ἐντὸς τοξεύματος», Ευρ.) 2.… … Dictionary of Greek